ταίτης

ταίτης
ταίτης
peacock stone
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταΐτης — ὁ, Α πάγχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • παρεό — το άκλ. είδος λεπτού υφάσματος με μορφή μεγάλου μαντιλιού που τυλίγεται γύρω από τη μέση και φοριέται ως φούστα κατά τους θερινούς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pareo, από λέξη της γλώσσας της Ταϊτής] …   Dictionary of Greek

  • τάρο — το, Ν βοτ. α) το ποώδες φυτό Colocasia esculenta τού γένους κολοκασία, το οποίο καλλιεργείται στη νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά τού Ειρηνικού για τους μεγάλους εδώδιμους αμυλούχους κονδύλους του β) ονομασία τών ειδών τού γένους αλοκάσια, που… …   Dictionary of Greek

  • τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… …   Dictionary of Greek

  • Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”